- ύειος
- -εία, -ον, και ὕεος, -έα, -ον, Α [ὗς, ὑός]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χοίρους, στα γουρούνια2. φρ. «θηρίον ὕειον»μτφ. άνθρωπος εντελώς απαίδευτος και αγροίκος, κτηνώδης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὕειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υειός — ὁ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. υιός … Dictionary of Greek
ὑείων — ὕειος of fem gen pl ὕειος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕειον — ὕειος of masc acc sg ὕειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείαις — ὕειος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείοις — ὕειος of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείοισι — ὕειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείοισιν — ὕειος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείου — ὕειος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑείους — ὕειος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)